Εισήγηση Δημ.Βερβεσού

 ΕΙΣΗΓΗΣΗ

Δημητρίου Βερβεσού,

 Δικηγόρου, Συμβούλου του Δ.Σ του ΔΣΑ

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ ΚΡΗΤΗΣ 4, 5, 6 ΙΟΥΛΙΟΥ 2013

 

Εισερχόμενος τώρα στο θέμα της εισήγησής μου πρέπει να υπενθυμίσω ότι στο πρόσφατο παρελθόν 3 νόμοι αυτοαναγορεύθηκαν υπερφίαλα και  φιλόδοξα,  ως νόμοι επίλυσης της επιτάχυνσης της απονομής δικαιοσύνης,  θέτοντας στην επικεφαλίδα τους τη φράση «για την επιτάχυνση της δικαιοσύνης» ενώ ό τελευταίος 4055/12 βλέποντας την τύχη των προγόνων του το απέφυγε επιμελώς τουλάχιστον στο τελικό σχέδιο του.

Όσες προσπάθειες έλαβαν χώρα για την επίλυση του ζητήματος ειδικά στην πολιτική δίκη, επιχείρησαν να επιλύσουν το πρόβλημα από διαφορετικές οπτικές και προσανατόλισαν ανάλογα τη νομοθετική τους παρέμβαση. Οι λογικές επίλυσης της καθυστέρησης εν συνόψει ήταν οι κάτωθι:

1)

Μια  οπτική επιχείρησε να προσεγγίσει το πρόβλημα μέσα από ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗ αντιμετώπιση του προβλήματος, θεωρώντας ότι το  πρόβλημα της καθυστέρησης είναι μονοσήμαντα συνδεδεμένο  με τη δικονομική στάση που επιφυλάσσει ο ΚΠολΔ σε συγκεκριμένες διαδικασίες, είτε πχ. αναφορικά με την μετ΄ απόδειξη συζήτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου είτε θέτοντας «φίλτρα» στις αναιρέσεις,  είτε με την εκ΄ νόμου επιβολή αποκλειστικώνπροθεσμιών προσδιορισμού δικασίμου ή έκδοσης δικαστικών αποφάσεων, διατάξεις που είτε κρίθηκαν ως ενδεικτικές (οι σχετικές προθεσμίες), είτε κατέστησαν γράμμα κενό (βλ. λχ. Άρθρο 32ν.1545/85)

Δεν παραγνωρίζω δε ότι ορισμένες δικονομικού τύπου διευθετήσεις ή τροποποιήσεις μπορεί να επιφέρουν μια σειρά βελτιώσεων στους ρυθμούς απονομής δικαιοσύνης, χωρίς όμως ούτε και αυτές να «πιάνουν τον ταύρο από τα κέρατα», καθώς όσες μέχρι σήμερα επιχειρήθηκαν διαχρονικά από διάφορους Υπουργούς διαφορετικών κυβερνήσεων απέτυχαν ή είχαν πενιχρή συνεισφορά.

2)

Μία άλλη λογική   ήταν  η συνδικαλιστική/ κορπορατίστικη που θεωρούσε ως πανάκεια την  αύξηση του αριθμού των δικαστών, στα πλαίσια μιάς συντεχνιακής λογικής  που απλοϊκά ανήγαγε το πρόβλημα αυτό, μονοδιάστατα σε αριθμητικό ζήτημα.  Όμως όπως κάποιος σοφά είπε σ΄ αυτήν την αίθουσα αναφερόμενος στην αύξηση του αριθμού των δικαστικών λειτουργών σε μία από τις ετήσιες Γ.Σ. της ΕΔΕ, αυτή η πρόταση είναι σαν να επιχειρείς να λύσεις το κυκλοφοριακό, φτιάχνοντας περισσότερους δρόμους, χωρίς βέβαια κανείς να παραγνωρίζει την σημαντική επίδραση του συγκεκριμένου παράγοντα  ως μιάς όμως παραμέτρου του συνολικού προβλήματος.

3)

Μία τρίτη άποψη πιστεύει ότι το πρόβλημα μπορεί να λυθεί με αύξηση του κόστους πρόσβασης στη Δικαιοσύνη  πχ.  Είτε θεσπίζοντας υψηλά παράβολα για την άσκηση ενδίκων μέσων και βοηθημάτων, είτε αυξάνοντας το δικαστικό  ένσημο,  προσηλωμένη σε μια αντίληψη ότι η Δικαιοσύνη δεν είναι αγαθό υψίστης σημασίας σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα ιδίως σε ένα σαν το δικό μας, όπου εκτελεστική και νομοθετική εξουσία ταυτίζονται πλήρως {και η Δικαστική παραμένει το τελευταίο καταφύγιο του πολίτη για την εύρεση του όποιου δίκιο έχει},  αλλά υπηρεσία ανταποδοτικού χαρακτήρα, υπολαμβάνοντας όντως ότι η Δικαιοσύνη είναι πολύ φτηνή και πρέπει να αυξηθεί το κόστος πρόσβασης σ΄αυτή, ώστε έτσι να αποφευχθούν οι παντελώς αβάσιμες δικαστικές προσφυγές.

Πέραν των όποιων ιδεολογικών διαφοροποιήσεων  μπορεί να έχει κάποιος απέναντι στην άνω αριστοκρατική αντίληψη για τη δικαιοσύνη, θεωρώ ότι μια τέτοια λύση στην παρούσα κατάσταση παρατεταμένης  εθνικής ύφεσης και διαρθρωτικής κρίσης της οικονομίας, που έχει πτωχοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, θα οδηγήσει σε μια δικαιοσύνη για ακόμα πιο  λίγους και πιο ισχυρούς επενεργώντας ακόμα πιο αποσαρθρωτικά σε ένα διαλυμένο, καθημαγμένο, σπαρασσόμενο κοινωνικό ιστό που αν του στερήσεις με τέτοιες μεθόδους το δικαίωμα στη  δικαστική προστασία (πχ. Υπερχρεωμένα νοικοκυριά), θα έχει –κατά την άποψή μου_ καταστροφικές συνέπειες. Θα συμβεί ότι σε μια χύτρα που  κλείνεις  την βαλβίδα διαφυγής  ατμού.

4)

 Τέλος δυστυχώς στα πλαίσια ολοένα αυξανόμενου κοινωνικού ατταβισμού που εντείνεται εν μέσω  οικονομική κρίσης, ήτις δυστυχώς έχει προσλάβει  τα χαρακτηριστικά και της πολιτισμικής κρίσης και της κρίσης αξιών και ανθρωπισμού, αναπτύσσονται και από τις δύο δήθεν αντίπαλες όχθες της τάφρου  απόψεις , που στοχοποιούν την άλλη πλευρά  ως αποκλειστική υπαίτιο της κατάστασης , στην καθυστέρηση απονομής της Δικαιοσύνης, χωρίς βέβαια η υπερβολική και σκόπιμη υπερδιόγκωση των γεγονότων να μην ερείδεται ενίοτε επί πραγματικών περιστατικών, που δίδουν τωόντι  τροφή στους «καλοθελητές» και σε όσους έχουν ταχθεί να υπερασπίζονται  τις εκάστοτε κρατικές επιλογές.

5)

Εισερχόμενος τώρα επί  της προτάσεως μου που αποτελεί – κατά την άποψή μου – μια εναλλακτική πρόταση, που σε συνδυασμό και με άλλες από τις προρρηθείσες λύσεις μπορεί να συνδράμει ουσιωδώς στην επίλυση των ιδιωτικών διαφορών και  έχει να κάνει με την εισαγωγή ενός σταδίου υποχρεωτικής διαιτητικής επίλυσης διαφορών επιθυμώ να τονίσω τα κάτωθι:

   Καταρχήν τελευταία , αναπτύσσεται μία τεράστια φιλολογία και κινήθηκε έντονα η νομοθετική πρωτοβουλία από την πλευρά του Υπουργείου Δικαιοσύνης παρουσιάζεται δε μία έντονη κινητικότητα των Δικηγορικών Συλλόγων της Αθήνας και του Πειραιά, δυσανάλογη μεγάλη με άλλους τομείς δράσεις τους υπέρ της Μεσολάβησης ως μία εξέλιξη του θεσμού του άρθρου  214 Α΄ ΚΠολΔ σαν δήθεν μορφή εξώδικης επίλυσης διαφορών. Ψηφίστηκε μάλιστα και ο νόμος 3898/2010 όστις επιχείρησε την θεσμική ρύθμιση ΚΑΙ οργάνωσης ενός συστήματος Μεσολάβησης και  απονομής τίτλων μεσολαβητών, σε δικηγόρους.

Μεταγενέστερα  θεσπίστηκε ο θεσμός της Δικαστικής Μεσολάβησης με το άρθρ. 7 ν. 4055/2012 νυν 214Β΄ΚΠολΔ σαν μία εναλλακτική διέξοδος εξώδικης επίλυσης διαφορών.

Μέχρι σήμερα κι  ενώ ο θεσμός της Μεσολάβησης έχει μεγαλύτερο χρόνο ζωής πολύ λίγες υποθέσεις έχουν επιλυθεί συμβιβαστικά, όσο τουλάχιστον μπορούμε να γνωρίζουμε από τα στοιχεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, από τις αιτήσεις δικαστικής επικύρωσης πρακτικών συμφωνίας που προήλθαν  ως αποτέλεσμα Μεσολαβητικής διαδικασίας Σε αντίθεση με 32 ή 38 αντίστοιχα πρακτικά, που προέκυψαν ως αποτέλεσμα δικαστικού συμβιβασμού του άρθρου 7 Ν. 4055/2012, σύμφωνα με όσα τουλάχιστον μας πληροφόρησε στο πρόσφατο Συνέδριο της ΕΑΝΔΑ η Πρόεδρος Πρωτοδικών κα. Στρατσιάνη  αρμόδια από το Πρωτοδικείο Αθήνας ενημερώνοντας μας για την πορεία λειτουργίας του νέου θεσμού.

 Τα ανωτέρω στοιχεία έρχονται να επιβεβαιώσουν παλαιότερες θέσεις μου δημόσια επί του ζητήματος, ότι οι μόνοι κερδισμένοι από αυτή την ιστορία της Μεσολάβησης θα είναι μόνο όσοι εισπράξουν  αμοιβές και αποζημιώσεις από δικηγόρους για να τους εκπαιδεύσουν ως μεσολαβητές.

Και αυτό γιατί όπως μας δίδαξε η εμπειρία του άρθρου 214 Α΄ΚΠολΔ η προσπάθεια αποσυμφόρησης των Δικαστηρίων μέσω του θεσμού της εθελουσίας  συμβιβαστικής εξωδίκου επιλύσεως των ιδιωτικών διαφορών δεν τυγχάνει αποδοχή από την κοινωνία, και αυτό ουχί διότι φταίνε οι δικηγόροι ως όλως λαϊκιστικώς επιχειρείται, να φανεί οίτινες τάχα αποτρέπουν τους εντολείς τους να συμβιβαστούν λόγω κινδύνου απώλειας της αμοιβής τους,  καθώς τόσον στη διαδικασία του άρθρου 214Α΄ΚΠολΔ,  όσον και στη διαδικασία Μεσολάβησης του ν. 3898/10 προβλέπεται η παράσταση δικηγόρου  με θέσπιση γραμματίων προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής.

Η αποτυχία της Μεσολάβησης ως εναλλακτικού τρόπου επίλυσης ιδιωτικών διαφορών  οφείλεται σε πλειάδα λόγων οίτινες εν συνόψει μπορούν να απαριθμηθούν στα εξής::

1)      Απροθυμία των εν αδίκω ευρισκομένων διαδίκων να επιλύσουν συμβιβαστικά τις διαφορές τους, ενόψει της μακρόχρονης δικαστικής διαδικασίας, που θα πάρει ο δια της δικαστικής οδού κολασμός του και η αποκατάσταση της διασαλεύσεως της ειρήνευσης του εννόμου αγαθού, που εξ υπαιτιότητά τους έχει επέλθει.

2)      Έλλειψη εμπιστοσύνης των διαδίκων στη διαδικασία συμβιβαστικής επίλυσης και δη σε μία διαδικασία που δεν μπορεί να εγγυηθεί λύσεις,  που εξαντλείται  ο ρόλος της στο να φέρει τα μέρη πιο κοντά, χωρίς καμμία αποφασιστική αρμοδιότητα, λύσεις  που θα μπορούσαν να εκτελέσουν και εκτελούν πράγματι οι δικηγόροι της κάθε πλευράς στην πλειοψηφία των περιπτώσεων.

3)      Μάλιστα, τελευταία εν μέσω οικονομικής κρίσεως όπου η αδυναμία του ενός μέρους να ανταποκριθεί στις συμβατικές του υποχρεώσεις, συμβαίνει ουχί λόγω στρεψοδικίας αλλά λόγω υπαρκτής αδυναμίας, (πχ. Εργοδότες που δεν έχουν να πληρώσουν  τις εργατικές αξιώσεις, δανειολήπτες που δεν έχουν να εξοφλήσουν τις δόσεις τους, μισθωτές που δεν έχουν να πληρώσουν  μίσθωμα κοκ), δυσχεραίνεται περαιτέρω και όποια πιθανότητα προώθησης αυτής της διαδικασίας , επίλυσης των διαφορών. Τοιουτοτρόπως  το πεδίο των διάφορών που δύνανται εξ αντικειμένου να επιλυθούν συμβιβαστικά, περιορίζεται δραματικά.

Τουναντίον η διαδικασία της Δικαστικής Μεσολάβησης βρήκε πρόσφορο πεδίο εφαρμογής, καθώς η παρουσία στη Μεσολαβητική  διαδικασία ενός Δικαστή, που έχει περισσότερα εχέγγυα αμεροληψίας, αλλά και υποδεικνύει στους διαδίκους ποια θα ήταν η τύχη της υποθέσεώς τους σε περίπτωση εμπλοκής τους στη δικαστική επίλυση, δημιουργεί ισχυρό κίνητρο στα μέρη να λύσουν συμβιβαστικά τις διαφορές τους,  αλλά κι επιχειρήματα  στους πληρεξούσιους δικηγόρους κάθε πλευράς να πιέσουν τους εντολείς, (αλλά και να πεισθούν και οι ίδιοι (!) ) ότι πρέπει να συμβιβασθούν στην κατεύθυνση που καθοδηγεί  εμμέσως πλην σαφώς ο μεσολαβητής Δικαστής.

6)

Απέναντι σε όλες αυτές τις προηγούμενες προτάσεις η δική μου εναλλακτική λύση για την εξώδικη επίλυση διαφορών , ώστε να αποφεύγεται η σώρευση υποθέσεων στα πινάκια των πολιτικών υποθέσεων είναι η θέσπιση των ενός θεσμού υποχρεωτικής διαιτησίας πριν μια υπόθεση αχθεί σε δικαστική επίλυση. Η σκέψη μου, καθώς δεν φιλοδοξεί, ούτε έχει προσλάβει τα χαρακτηριστικά μια πλήρως νομοθετικά οργανωμένης πρότασης είναι η εξής:

α) Το ρυθμιστικό πεδίο θα αφορά σε υποθέσεις που είναι δεκτικές συμβιβασμού κατά το ουσιαστικό δίκαιο, ανεξαρτήτως ποσού.

β) το στάδιο της διαιτητικής επίλυσης των διαφορών είναι προαπαιτούμενο, πριν μια υπόθεση καταστεί ώριμη για δικαστική επίλυση

γ) Η προσφυγή στη διαιτητική διαδικασία θα διακόπτει παραγραφές και αποσβεστικές προθεσμίες  και θα επέχει θέση οχλήσεως από τον προσφεύγοντα σε αυτήν διάδικο για την τοκοφορία της απαίτησης του.

δ) Τα σχετικά εισαγωγικά δικόγραφα δεν θα πρέπει να πληρούν τους όρους του ορισμένου της αγωγής, κατ΄άρθρ. 216 ΚΠολΔ καθώς τα μέρη θα δύνανται σε κάθε στάδιο προ του πέρατος της διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς να προσθέσουν ή και να αφαιρέσουν πραγματικά περιστατικά και αξιώσεις, αφού η διαδικασία πρέπει να είναι πιο ευέλικτη από μια τυπική δικονομική διαδικασία, καθώς ο θεσμός αποσκοπεί στην κατά το δυνατόν επίλυση της διαφοράς, χωρίς να είναι προσκολλημένος σε αυστηρούς δικονομικούς κανόνες.

ε ) Η εφαρμοστέα διαδικασία θα είναι προσαρμοσμένη σε αυτή της εκουσίας δικαιοδοσίας, με εφαρμοστέο δίκαιο στην απόδειξη, αυτό των ασφαλιστικών μέτρων.

Στ ) θα προβλέπεται παράσταση δικηγόρων με την πρόβλεψη νόμιμης αμοιβής σε τιμές «αναφοράς» κατά τα οριζόμενα στο ν. 3919/2011

Η) Η διαδικασία θα είναι χρονικά περιορισμένη, και θα διαρκεί μικρό σχετικά χρονικό διάστημα

Θ ) Οι διαιτητές θα είναι δικηγόροι, τουλάχιστον για τις υποθέσεις  του εθνικού δικαίου και ουχί για τις υποθέσεις  διασυνοριακού χαρακτήρα, με καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης,  και  ταυτόχρονη αναστολή δικηγορίας για όσο διάστημα διαρκεί η θητεία τους ως διαιτητών.

Ι) Η θητεία προτείνω να είναι μακράς διάρκειας, ώστε να ασχολούνται απερίσπαστοι  με το έργο τους αυτό. Θα διορίζονται από ένα όργανο που θα συντίθεται από δικαστές, δικηγόρους εκπροσώπους των οικείων Φορέων και Ενώσεων και εκπροσώπους του Υπουργείου Δικαιοσύνης, από κατάλογο έμπειρων και εγνωσμένου κύρους δικηγόρων που θα αποστέλλουν οι οικείοι δικηγορικοί Σύλλογοι κάθε Πρωτοδικείου.

Ια) Η διαιτητική απόφαση αν θα γίνεται δεκτή από τα διάδικα μέρη, θα περιάπτεται τον τίτλο της δικαστικής απόφασης, καθιστάμενη ούτως τίτλος εκτελεστός. Η διαιτητική απόφαση δεν θα είναι δεσμευτική για τα μέρη. Όποιο διάδικο μέρος δεν την αποδεχτεί θα έχει τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής με τη συνήθη δικονομική διαδικασία δικαστικής επίλυσης της διαφοράς.

Ιβ) Όμως στην περίπτωση αυτή το μέρος εκείνο, που δεν θα αποδέχεται την απόφαση εν όλω ή εν μέρει θα επιβαρύνεται με οικονομικά ή  δικονομικά αντικίνητρα, τα οποία θα λειτουργούν αποτρεπτικά προς την κατεύθυνση δικαστικής επίλυσης της διαφοράς. Έτσι λχ. μπορεί να προβλέπεται παράβολο άσκησης ενδίκου βοηθήματος, το οποίο θα επιστρέφεται εν μέρει ή εν όλω αν ο διάδικος δικαιώνεται από τη εκδοθησόμενη δικαστική απόφαση, ανάλογα με την έκταση της νίκης του άλλως θα καταπίπτει υπέρ ενός ταμείου χρηματοδότησης των αμοιβών των Διαιτητών. Ή άλλως σε περίπτωση δικαστικής ήττας του, να προβλέπεται η αύξηση των τόκων υπερημερίας ή η επιβολή τόκων επιδικίας, ή άλλως η καταδίκη του σε αυξημένα δικαστικά έξοδα για την περίπτωση αν δεν ήθελε θεωρηθεί  δόκιμη η επιβολή παραβόλου, συνιστώσα υπερβολική απαγόρευση πρόσβασης στο φυσικό Δικαστή.

7)Η αναλυτική πρότασή μου αυτή και οι επιμέρους λεπτομέρειες εφαρμογής τους αποτελούν μόνο βάση διαλόγου και ουχί θέσφατο, αλλά προβληματισμό επί του οποίου είναι δυνατόν να γίνουν τροποποιήσεις, βελτιώσεις και προσαρμογές, χωρίς καμμία δογματική εμμονή, εί μη μόνο σε αυτή της  εισαγωγής του θεσμού της ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ  σε μία σειρά ιδιωτικών διαφορών, το οποίο θα προηγείται του σταδίου της εισόδου στη διαδικασία δικαστικής επίλυσης της διαφοράς.

  Αν ο θεσμός δείξει δείγματα επιτυχίας, ως προς την αποσυμφόρηση των δικών , τότε θα δύναται να επεκταθεί και σε υποθέσεις, που δεν είναι δεκτικές συμβιβασμού κατά το ουσιαστικό δίκαιο (π.χ κάποιες εργατικές, οικογενειακές όπως, π.χ. διατροφές, επικοινωνία,  διαφορές αποδοχών, νυχτερινά, υπερωρίες, κλπ.) 

   Τέλος πρέπει να επαναλάβω ότι η επιλογή της εισαγωγής του θεσμού της ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ, ως προστάδιο της δικαστικής δικονομικής διαδικασίας, δεν αποτελεί το μοναδικό μέσο επίλυσης του διαρθρωτικού και ακανθώδους ζητήματος, που σήμερα απασχολεί την ημερίδα σας και αναφέρεται στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, αλλά θα πρέπει να συνδυασθεί και με άλλες παρεμβάσεις τόσο στο ουσιαστικό όσο όμως κυρίως στο δικονομικό δίκαιο καθώς και αυτές έχουν,  θα ενισχύσουν την προσπάθεια της Πολιτείας, των δικαστικών ενώσεων, των Δικηγορικών Συλλόγων και δικαστικών υπαλλήλων στην προοπτική επίλυσης άλλως ή όλως επικουρικώς βελτίωσης του προβλήματος, που χρόνια τώρα ταλανίζει όλους εμάς, μα κυρίως τον ελληνικό λαό, ΕΠ΄ΟΝΟΜΑΤΙ  και λογαριασμό του οποίου απονέμεται η δικαιοσύνη.

   Και πάνω από όλα αυτά όμως τίποτε δεν θα μπορέσει να ευδοκιμήσει αν δεν συνδυασθεί με επίλυση των υλικοτεχνικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ιδίως σήμερα η Δικαιοσύνη, τόσο από άποψη της αποκατάστασης των μισθών δικαστικών, λειτουργών, της πρόσληψης των απαραίτητων και ουχί των περιττών δικαστικών λειτουργών και υπαλλήλων, αλλά κυρίως στη βελτίωση των υποδομών σε υλικά μέσα και εξοπλισμό.

  Σε κάθε περίπτωση η εμμονή μας σε δοκιμασμένες και αποτυχημένες επιλογές πρέπει να μας κάνει να αναζητήσουμε πρωτοπόρες και καινοτόμες λύσεις, πιστεύοντας και ελπίζοντας ότι και αυτές θα συνεισφέρουν κάτι στην επίλυση του προβλήματος. Η εμμονή στις παραδοχές του χθές δεν μας οδήγησε σε λύσεις. Νομίζω πως αξίζει να δοκιμάσουμε.

 

 Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.